Τα βατόμουρα είναι φυτά του γένους Rubus. Περιλαμβάνει πολλά είδη και πολλά υβρίδια μεταξύ των ειδών. Τα φυτά μπορεί να είναι από έρποντα μέχρι ορθόκλαδα και από αειθαλή μέχρι φυλλοβόλα.
Το ριζικό τους σύστημα είναι πολυετές ενώ οι κληματίδες τους είναι διετείς. Οι πρώτοι βλαστοί του φυτού βλαστάνουν την άνοιξη και σχηματίζουν ταξιανθίες το δεύτερο χρόνο δηλαδή δεν ανθίζουν τη πρώτη χρονιά. Πολλά από τα φυτά του βατόμουρου φέρουν αγκάθια ενώ άλλα όχι. Έχει παρατηρηθεί ότι φυτά τα οποία αναπτύσσονται σε πολύ και άμεσο φως έχουν περισσότερα αγκάθια. Είναι ένα φυτό που διανύει και μια περίοδο ληθάργου και μάλιστα διαφορετικά είδη βατόμουρων έχουν διαφορετική περίοδο ληθάργου και απαιτούν διαφορετικά διαστήματα με χαμηλές θερμοκρασίες για τη διακοπή του ληθάργου. Αυτό εξαρτάται από τις κλιματικές συνθήκες στις οποίες έχει προσαρμοστεί το κάθε είδος.
Η διαφοροποίηση των ανθοφόρων οφθαλμών στα περισσότερα βατόμουρα ξεκινά το φθινόπωρο και ολοκληρώνεται νωρίς την άνοιξη ανάλογα με τις θερμοκρασίες κάθε περιοχής. Τα περισσότερα είδη σχηματίζουν ταξιανθίες κορύμβου ή βότρυ ενώ μερικά έρποντα φυτά σχηματίζουν ταξιανθία κύματος. Οι περισσότερες καλλιεργούμενες ποικιλίες φέρουν άνθη ερμαφρόδιτα και αυτογόνιμα. Η καλή γονιμοποίηση του άνθους συντελεί στην ομοιόμορφη ανάπτυξη του καρπού. Παρόλο που οι πιο πολλές καλλιεργούμενες ποικιλίες είναι αυτογόνιμες, η αυτεπικονίαση μπορεί να καταλήξει σε μικρού μεγέθους και παραμορφωμένους καρπούς. Για το λόγο αυτό θα ήταν σκόπιμη η φύτευση και δεύτερης ποικιλίας προκειμένου να παραχθεί καρπός καλής ποιότητας και ικανοποιητική παραγωγή.
Τα πιο πολλά ορθόκλαδα βατόμουρα μπορούν να πολλαπλασιαστούν εύκολα με παραφυάδες, αλλά τα περισσότερα πολλαπλασιάζονται με μοσχεύματα ριζών. Οι περισσότερες ποικιλίες των ερπόντων βατόμουρων πολλαπλασιάζονται με καταβολάδες κορυφών και με μοσχεύματα βλαστών καθώς δε παράγουν πολλές παραφυάδες. Ο πολλαπλασιασμός ποικιλιών χωρίς αγκάθια πρέπει να γίνεται με καταβολάδες κορυφών, με μοσχεύματα ή με ιστοκαλλιέργεια και όχι με παραφυάδες, διότι διαφορετικά παράγονται φυτά με αγκάθια.
Η φύτευση καλό είναι να γίνεται την άνοιξη αφού έχει περάσει κάθε κίνδυνος παγετού, ή το φθινόπωρο. Τα φυτά ύψους 30-45 εκ. φυτεύονται σε αποστάσεις 1,5-3,0 μ. επί της γραμμής και 3,0 μ. μεταξύ των γραμμών. Όταν πρόκειται να εφαρμοστεί μηχανική συγκομιδή τότε η απόσταση μεταξύ των γραμμών μεγαλώνει σε 4-5 μ. Πριν τη φύτευση καλό είναι να εφαρμόζεται οργανική λίπανση με προσθήκη κοπριάς (4-5 τόνοι/στρ.) καθώς και ανόργανη λίπανση με φώσφορο (12 μονάδες/στρ.) και κάλιο (20 μονάδες/στρ.). Επίσης η ετήσια λίπανση που πρέπει να γίνεται είναι 6 μονάδες αζώτου για τον 1ο,2ο και 3ο χρόνο και κατόπιν 10 μονάδες αζώτου, 6 φωσφόρου και 12 μονάδες καλίου.
Στις ορθόκλαδες ποικιλίες πραγματοποιείται κλάδεμα διαμόρφωσης της κόμης. Τα φυτά διαμορφώνονται είτε σε σχήμα θάμνου οπότε και δε χρειάζεται καμία υποστύλωση, η διαμορφώνονται σε παλμέττα οπότε χρειάζονται πάσσαλοι και σύρματα για τα δεσίματα. Επίσης πραγματοποιείται και κλάδεμα καρποφορίας χειμερινό και θερινό και πρέπει να εφαρμόζεται κάθε χρόνο με σχολαστικότητα. Το θερινό κορυφολόγημα γίνεται όταν οι βλαστοί αποκτήσουν μήκος 90-120 εκ. Ταυτόχρονα εφαρμόζεται και αραίωμα κληματίδων αφήνοντας ανά φυτό 5-6 ζωηρές κληματίδες. Κατά το χειμερινό κλάδεμα εφαρμόζεται βράχυνση των κληματίδων. Οι πλάγιοι βλαστοί μέχρι σε ύψος 40-50 εκ. αφαιρούνται. Καλό είναι οι βλαστοί που καρποφόρησαν να αφαιρούνται το καλοκαίρι αμέσως μετά τη συγκομιδή. Στις έρποντες ποικιλίες βατόμουρων πραγματοποιείται κλάδεμα καρποφορίας κατά τη χειμερινή περίοδο.
Αν και τα βατόμουρα είναι ένα φυτό που αντέχει τη παρατεταμένη υγρασία, στις εμπορικές ποικιλίες η άρδευση κρίνεται απαραίτητη ιδιαίτερα κατά το πρώτο έτος εγκατάστασης της φυτείας και κατόπιν στις περιόδους αύξησης τους.
Όπως αναφέρθηκε τα φυτά αρχίζουν να παράγουν από το δεύτερο έτος, η παραγωγή αυξάνεται μέχρι το τέταρτο-πέμπτο έτος και παραμένει σταθερή επί 5-7 χρόνια. Συνολικά η παραγωγική ζωή της φυτείας φτάνει στα 12-13 χρόνια. Μια μέση απόδοση φτάνει στα 500-1000 κιλά/στρ. Τα επιθυμητά χαρακτηριστικά ενός εμπορεύσιμου καρπού είναι μέγεθος καρπού μεγαλύτερο των 5 γραμμ., η σκληρότητα του καρπού και η συνεκτική σάρκα, το pH του χυμού καθώς είναι όξινοι καρποί, τα σάκχαρα του χυμού που πρέπει να είναι περίπου στο 11%, και το χρώμα του καρπού όπου προτιμάται το έντονο σκούρο μαύρο ή μελανί. Ο χρόνος που μεσολαβεί από την γονιμοποίηση μέχρι την ωρίμανση του καρπού κυμαίνεται από 35-45 μέρες. Οι καρποί δε πρέπει να αφήνονται να υπερωριμάσουν και όταν πρόκειται να πάνε για νωπή χρήση τότε επιβάλλεται η συγκομιδή να γίνεται κάθε μέρα διότι μόνον έτσι εξασφαλίζεται ομοιομορφία του σταδίου ωρίμασης.
Τα βατόμουρα είναι πολύ ευαίσθητοι καρποί. Μπορούν να συντηρηθούν το πολύ μέχρι 4-6 μέρες, ανάλογα με τη ποικιλία. Μετά την έξοδο των καρπών από το ψυγείο πρέπει η διάθεσή τους να γίνει μέσα σε λίγες ώρες.
Μικρό μέρος των καρπών πηγαίνει για νωπή κατανάλωση. Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής πάει στη κατάψυξη ή για μεταποίηση. Οι καρποί που καταψύχονται στη συνέχεια χρησιμοποιούνται στη ζαχαροπλαστική, παρασκευή παγωτού, πίτας, προσθετικά σε γιαούρτι, μαρμελάδες, σιρόπια, παρασκευή ποτών, φυσικών χρωμάτων και αρωμάτων.
Πηγή: e-geoponoi.gr