Ως υδροπονία ορίζεται η “ανάπτυξη μη-υδρόβιων φυτών με τις ρίζες τους μέσα σε ένα πλήρως ανόργανο μέσο, όπου οι ρίζες τους τροφοδοτούνται με ένα θρεπτικό διάλυμα”.
Η υδροπονία χρησιμοποιούνταν για χιλιάδες χρόνια. Οι περίφημοι Κρεμαστοί Κήποι της Βαβυλώνας, ένα από τα επτά θαύματα, πιστεύεται πως λειτουργούσαν σύμφωνα με τις αρχές λειτουργίας της υδροπονίας. Χτισμένες το 600 π.Χ. στη Βαβυλωνία, ή Μεσοποταμία, οι κήποι ήταν τοποθετημένοι κατά μήκος του Ευφράτη ποταμού. Το κλίμα της περιοχής ήταν ιδιαίτερα ξηρό και άγονο, με σπάνιες βροχοπτώσεις, και πιστεύεται πως οι καταπράσινοι κήποι υδροδοτούνταν από ένα σύστημα το οποίο αντλούσε νερό από τον ποταμό, μεταφέροντας το στο υψηλότερο επίπεδο της κατασκευής και στη συνέχεια έρεε ελεύθερα προς τα χαμηλότερα.
Κατά το 10° και 11° αιώνα, οι Αζτέκοι ανέπτυξαν ένα σύστημα πλωτών κήπων βασισμένοι στην υδροπονία. Εκδιωγμένοι από τη γη τους, εγκαταστάθηκαν στη λίμνη Tenochtitlan. Μη έχοντας τη δυνατότητα να καλλιεργήσουν φυτά στις βαλτώδεις όχθες της λίμνης, κατασκεύασαν σχεδίες από καλάμια και ρίζες. Οι σχεδίες αυτές επικαλύφτηκαν με ένα λεπτό στρώμα χώματος από τον πάτο της λίμνης, και επέπλεαν στο νερό. Οι καλλιέργειες αναπτύσσονταν πάνω στις σχεδίες, ενώ οι ρίζες τους βρίσκονταν μέσα στο νερό.
Η συστηματική μελέτη της υδροπονίας ξεκινάει το 1699 ως αποτέλεσμα της δουλειάς του John Woodward, μέλους του Βασιλικού Συλλόγου στην Αγγλία. Ο Woodward διεξήγαγε πειράματα προκειμένου να κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο τα φυτά λαμβάνουν τα απαραίτητα συστατικά για την ανάπτυξή τους. Η τεχνική παρέμεινε σε εργαστηριακή κλίμακα μέχρι το 1929, όταν ο καθηγητής William F. Gericke του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια την πήρε από τα χέρια των πειραματιστών και την μετέτρεψε πρακτικά σε ανάπτυξη καλλιεργειών χωρίς έδαφος. Οι προσπάθειες του καθηγητή να δημιουργήσει μια υδροκαλλιέργεια είχε εξαιρετική επιτυχία, τόσο που τα καλλιεργούμενα φυτά τομάτας έφτασαν σε ύψος τα 8 μέτρα και η συλλογή των τοματών απαιτούσε τη χρήση σκάλας. Η νέα αυτή επιστήμη ονομάστηκε “Υδροπονία”.
Η υδροπονία εξαπλώθηκε ταχύτατα στην Ευρώπη, την Ινδία και τις Ηνωμένες Πολιτείες και πήρε ιδιαίτερη ώθηση κατά τον 2° Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ικανότητα της τεχνικής να παράγει μεγάλες ποσότητες λαχανικών σε σύντομο χρονικό διάστημα για την τροφοδοσία του στρατού σε απομονωμένα νησιά, όπου το έδαφος ήταν ακατάλληλο για καλλιέργεια, καθώς επίσης και των στρατευμάτων κατοχής στη Ιαπωνία μετά την παύση των εχθροπραξιών, αξιοποιήθηκε επαρκώς. Τα συστήματα που εγκαταστάθηκαν για την τροφοδοσία των στρατευμάτων ήταν τεραστίων διαστάσεων και απαιτούσαν εξειδικευμένο προσωπικό για τη λειτουργία και τη συντήρησή τους.
Μετά τον πόλεμο, πραγματοποιήθηκαν έρευνες σε αρκετές χώρες προκειμένου να αναπτυχθούν συστήματα τα οποία θα μπορούσαν να εγκατασταθούν και να λειτουργήσουν από ανειδίκευτους παραγωγούς και θα κάλυπταν ή θα συμπλήρωναν τις ανάγκες σε τρόφιμα μικρών πληθυσμών. Ένα τέτοιο κέντρο ιδρύθηκε στο Darjeeling της Ινδίας το 1946.
Σήμερα, σε εκατοντάδες χιλιάδες σπίτια και διαμερίσματα σε όλο τον κόσμο καλλιεργούνται τομάτες και άλλα κηπευτικά σε απλές υδροπονικές μονάδες σε ταράτσες, μπαλκόνια ή αυλές. Σε εμπορική κλίμακα η μέθοδος προκάλεσε ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Στην Αγγλία, για παράδειγμα, η παραδοσιακή μέθοδος καλλιέργειας τομάτας στο χώμα δεν είναι πλέον βιώσιμη σε πολλές περιοχές και οι καλλιεργητές καταφεύγουν στην υδροπονία.
Είναι πλέον αναγνωρισμένο ότι η υδροπονία είναι η πιο οικονομική μέθοδος από άποψη κατανάλωσης νερού και θρεπτικών στοιχείων (λιπασμάτων) από τα φυτά, δίνοντας τη δυνατότητα να μεγιστοποιηθεί η παραγωγή. Δαπανηρές διαδικασίες όπως η αναζήτηση και απόκτηση γης με κατάλληλο έδαφος, προετοιμασία του εδάφους και έλεγχος ασθενειών και ζιζανίων μειώνονται δραματικά. Επίσης, η εντατική και συνεχής καλλιέργεια τομάτας σε μία συγκεκριμένη τοποθεσία, σε ορισμένες περιπτώσεις έχει προκαλέσει προβλήματα η λύση των οποίων απαιτεί αποστείρωση του εδάφους με χρήση ατμού ή αερίων, μια διαδικασία αρκετά δαπανηρή. Ως εκ τούτου, πολλοί παραγωγοί αναγκάστηκαν να κάνουν ριζικές αλλαγές στις παραδοσιακές μεθόδους καλλιέργειας τομάτας. Κάθε τεχνική και τεχνολογική πρόοδος στη θρέψη των φυτών, την εξοικονόμηση ενέργειας και χημικών, τον περιβαλλοντικό έλεγχο, τη φυτοπροστασία και τον πολλαπλασιασμό, αξιοποιείται πλήρως. Σαν αποτέλεσμα, παρατηρείται μια αυξανόμενη τάση για αλλαγή από παραδοσιακές μεθόδους σε υδροπονικές καλλιέργειες σε ορισμένες περιοχές.
Υπήρξε ταχεία ανάπτυξη υδροπονικών συστημάτων, υιοθετώντας ποικίλες τεχνικές, κατάλληλα για οικονομικές εμπορικές εφαρμογές. Σε συνδυασμό με τις εξελίξεις στον τομέα του ηλεκτρονικού εξοπλισμού, των πολυμερών και των αναλύσεων, οι σημερινοί παραγωγοί έχουν τη δυνατότητα να ελέγξουν το περιβάλλον ανάπτυξης των φυτών με μεγαλύτερη ακρίβεια από ποτέ.
Πηγή:ydroponia.com