Το πιπεράτο φρέσκο κάρδαμο είναι η δική μας εκδοχή του γαλλικού cresson, ενώ τα φασολάκια του αρωματικού καρδάμωμου ανήκουν σε τελείως διαφορετικό φυτό της Άπω Ανατολής...
Λέγεται ότι οι αρχαίοι στρατηγοί διάταζαν τους στρατιώτες να τρώνε κάρδαμο για να πάρουν κουράγιο. Από κει, προφανώς, βγήκε και το ρήμα «καρδαμώνω». Το χόρτο αυτό, με τα λεπτά εύθραυστα σαν φτερά φυλλαράκια και τη δυνατή πιπεράτη γεύση, που οι πρόγονοί μας το θεωρούσαν πηγή θάρρους, κοντεύουμε σήμερα να το ξεχάσουμε. Στα ακριβά μανάβικα του κέντρου, πάντως, θα βρείτε, να πουλάνε ματσάκια της βορειοευρωπαϊκή παραλλαγής του φυτού --cresson στα γαλλικά και watercress στα αγγλικά-- που έχει φύλλα στρογγυλωπά και σαρκώδη, και γεύση πιπεράτη, σαν το κάρδαμο.
Το φρέσκο ντόπιο κάρδαμο που εμείς το σπέρνουμε τον Οκτώβρη στο περιβόλι μας και αρχίζουμε να το κόβουμε ένα μήνα μετά, θα το βρείτε σε μερικούς πάγκους στις λαϊκές αγορές. Προσθέτει δροσερή σπιρτάδα σε σαλάτες κάθε είδους –μαρούλι, λάχανο, βραστές πατάτες, παντζάρια κλπ. Ακόμα νοστιμίζει την πηχτή με χοιρινό ή τις τερίνες ψαρικών και λαχανικών, αλλά και τα ψητά ή βραστά ψάρια και πουλερικά, τα οποία θα πασπαλίσετε με κάρδαμο προτού να τα σερβίρετε. Στη μέση Ανατολή το αγαπούν ιδιαίτερα και το τρώνε σκέτο σε σαλάτες με τα ψητά κρέατα, ή μαζί με άλλα πράσινα φρέσκα χόρτα.
Το ελληνικό όνομα του φυτού, που έφτασε σε μας από την αρχαιότητα, κατάγεται πιθανώς από τη σανσκριτική λέξη kardamah, που όπως γράφει στο λεξικό του ο Μπαμπινιώτης «περιέγραφε ένα εντελώς άγνωστο φυτό». Αυτό το «άγνωστο φυτό» είναι προφανώς εκείνο της Άπω Ανατολής που μας δίνει τα πολύ αρωματικά μικρά ξερά «φασολάκια» με τους μαύρους σπόρους, τα οποία χρησιμοποιούνται σαν καρύκευμα σε ψωμιά και παξιμάδια, αλλά και στις μυρωδάτες ανατολίτικες παραλλαγές του καφέ. Αυτά αποκαλούνται «cardamom» στις λατινογενείς γλώσσες.
Το πράσινο φρέσκο κάρδαμο δεν έχει καμιά σχέση με το ξερό αυτό καρύκευμα, το οποίο θα βρείτε σε μερικές ελληνικές συνταγές να αποκαλείται «καρδάμωμο» ή «κακουλές» --από την τουρκική ονομασία του μυρωδικού . Το καρύκευμα αυτό είναι ο ξερός καρπός ενός φυτού των Ινδιών και της Σρι Λάνκα, που συγγενεύει με το τζίντζερ, και είναι από τα πιο ακριβά μυρωδικά –μετά το σαφράν και τη βανίλια. Πρέπει εδώ να σας ομολογήσω πως για μένα το καρδάμωμο (κακουλές) είναι από τα λίγα καρυκεύματα που καθόλου δεν με συγκινούν, και το παραλείπω όπου βλέπω να το ζητάνε οι συνταγές για γλυκά και αφεψήματα. Αντίθετα λατρεύω το φρέσκο πιπεράτο κάρδαμο.
Το πώς και γιατί ανακατέψαμε τα ονόματα αυτών των δύο διαφορετικών φυτών είναι άγνωστο. Πολλοί, πάντως, υποστηρίζουν ότι τα ακριβά αρωματικά «φασολάκια» του καρδάμωμου έφταναν στην αρχαία Ελλάδα από τον 4ο π.Χ. αιώνα, και αποκαλούνταν «άμωμον», λέξη που αργότερα για άγνωστο λόγο συγχωνεύτηκε με το κάρδαμο. Όπως και να έχει το πράγμα, το ξερό μυρωδικό καρδάμωμο χρησιμοποιείται αρκετά στην παραδοσιακή ελληνική κουζίνα, κυρίως στη βόρεια Ελλάδα, όπου και προτιμούν αντί για τα φυσικά πράσινα αποξηραμένα «φασολάκια» τα λευκά, εκείνα που περνούν από ειδική επεξεργασία για να λευκανθούν.
Οι γνώστες συστήνουν για να χρησιμοποιήσετε σωστά το καρύκευμα, να ανοίξετε τα «φασολάκια», να βγάλετε τους μαύρους σπόρους και να τους κοπανίστε στο γουδί. Και ολόκληρα να τα αλέσετε, πάντως, δεν θα έχετε κακό αποτέλεσμα.
Πηγή:www.protagon.gr