
Η μπανανιά (επιστ. Μούσα, Musa) είναι βοτανώδες φυτό, όχι δέντρο, παρά το ότι διαθέτει ένα φαινομενικό 'κορμό' και τυπικά αναπτύσσεται σε ύψος μέχρι και 6 μ. Ο 'κορμός', ή ψευδοστέλεχος, αποτελείται από σφιχτό περίβλημα φύλλων, τα οποία αναδύονται από ένα βλαστάρι σε ένα υπόγειο όργανο αποθήκευσης που ονομάζεται κορμός. Περίπου 30 φύλλα αναδύονται από έναν βλαστό σε περίοδο 7-8 μηνών προ της άνθησης. Το μεγάλο άνθος 'καρφί' διαθέτει χωριστά αρσενικά και θηλυκά άνθη.
Μετά τη γονιμοποίηση ο καρπός της μπανανιάς, η μπανάνα, που βρίσκεται στη βάση των θηλυκών ανθών, σε ένα σύμπλεγμα πολλών 'χεριών' σε κάθε δέσμη. Βοτανολογικά, ο μπανανόκαρπος είναι ένα σαρκώδες φρούτο, αλλά οι εμπορικές καλλιέργειες δεν έχουν σπόρους, είναι στείρες.
Μετά από 2-3 μήνες, τα τσαμπιά ή δέσμες που ζυγίζουν τυπικά 20-25 κιλά είναι έτοιμα για συγκομιδή. Κάθε βλαστάρι μπανάνας ανθίζει μόνο μια φορά προτού ξαναπεθάνει, αλλά οι βεντούζες αναδύονται υπόγεια από τον κύριο μίσχο για να παράγουν θηλυκά φυτά, τα οποία θα δώσουν την επόμενη συγκομιδή.
Η μπανάνα είναι τροπικό φρούτο, καρπός της μπανανιάς. Περιέχει βιταμίνες A, B, C, D. Καταναλώνεται συνήθως ωμή, αν και μπορεί να φαγωθεί τηγανητή, ψητή και αποξηραμένη, σε στρογγυλές επίπεδες φέτες. Για τη διατήρησή της μπορεί μετά την ξήρανση να τριφτεί σε αλεύρι. Είναι φυτό γηγενές της τροπικής ζώνης και πιθανώς εξημερώθηκε για πρώτη φορά στην Παπούα Νέα Γουινέα. Σήμερα καλλιεργείται κυρίως στην τροπική ζώνη. Ορισμένες πρόσφατες ανακαλύψεις φυτολίθων μπανάνας στο Καμερούν που χρονολογούνται στην πρώτη χιλιετία π.Χ. πυροδότησαν μια διεθνή συζήτηση για την αρχαιότητα καλλιέργειας της μπανάνας στην Αφρική. Υφίσταται γλωσσολογική μαρτυρία ότι η μπανάνες ήταν ήδη γνωστές στη Μαδαγασκάρη περίπου εκείνη την εποχή. Η πιο πρώιμη μαρτυρία καλλιέργειας μπανάνας πριν από αυτές τις πρόσφατες ανακαλύψεις θεωρείτο ο ύστερος 6ος αιώνας. Τούτη η μαρτυρία υπονοεί ότι οι μπανάνες καλλιεργούνταν στην Αφρική πριν φθάσουν Πολυνήσιοι έποικοι στη Μαδαγασκάρη και υποδεικνύει επίσης επίσης επαφή και εμπόριο μεταξύ Πολυνήσιων και Αφρικανών τουλάχιστον 3.000 χρόνια πριν. Άλλες ποικιλίες μπανάνας εισήχθησαν στην ανατολική ακτή της Αφρικής από Μουσουλμάνους Άραβες.
Ο καρπός είναι μακρόστενος, κίτρινου χρώματος εξωτερικά, με ευχάριστο άρωμα και μαλακό φλοιό ο οποίος μπορεί να αφαιρεθεί με ευκολία. Το εσωτερικό χρώμα του είναι υπόλευκο και εκτός από γευστικός είναι και ιδιαίτερα εύπεπτος (η άγουρη μπανάνα όμως παράγει πολλά αέρια). Το μήκος του μπορεί να φτάσει τα 15-18 εκατοστά και διάμετρο τα 4-5 εκατοστά. Όσο είναι άγουρη η μπανάνα είναι πράσινη και όταν ωριμάσει, παίρνει το χαρακτηριστικό της κίτρινο χρώμα. Ο φλοιός της μπορεί εύκολα να αποσπαστεί σε λωρίδες. Το φυτό της μπανάνας είναι ψευδόστεμα που αναπτύσσεται έως τα 6 ως 7.6 m (20-25 ft) ύψος. Τα φύλλα είναι διευθετημένα σπειροειδώς και είναι δυνατόν να αποκτήσουν 2.7 m (9 ft) μήκος και 60 cm (2 ft) πλάτος.
Είδη
Υπάρχουν πολλά είδη ποικιλιών μπανάνας, πολλά από τα οποία θα εξέπλητταν τους δυτικοευρωπαίους καταναλωτές που είναι συνηθισμένοι στην πανταχού παρούσα ποικιλία επιδόρπιου Cavendish που βρίσκονται στα σουπερμάρκετ. Άλλες περιλαμβάνουν τις κόκκινες Κουβανέζικες (ή Κολοράντο) οι οποίες προέρχονται από τον Ισημερινό και έχουν καφετί-κόκκινο δέρμα, Λακτάταν από τις Φιλιππίνες οι οποίες είναι πολύ αρωματικές, και Μανζάνο και Μπούρο που έχουν ελαφριές γεύσεις μήλου και λεμονιού, αντίστοιχα. Άλλες εξωτικές ποικιλίες δεν καταναλώνονται γενικά τοπικά, επειδή δεν αποθηκεύονται σωστά ή βλάπτεται εύκολα η φλούδα τους. Οι μπανανιές που φυτρώνουν στην Ελλάδα, κυρίως στη Μεσσηνία και την Κρήτη παράγουν ιδιαίτερα εύγεστες και αρωματικές μπανάνες, οι οποίες όμως είναι πολύ μικρές σε σχέση με αυτές που παράγονται σε θερμότερες χώρες. Φυτευτές μπανάνες (Musa balbisiana), οι πρόγονοι της κοινής εξημερωμένης μπανάνας πωλούνται σε αγορές στην Ινδονησία.
Πηγή: el.wikipedia.org