Το τσάι του βουνού είναι το φυτό που ονοματολογικά ανήκει στο γένος Sideritis, με καταγεγραμμένα πάνω από 100 διαφορετικά είδη στις παραμεσόγειες χώρες. Ειδικότερα, στον ελλαδικό χώρο οι Παπανικολάου και Κοκκίνη (1984) κατέγραψαν 11 είδη ανάλογα με τη γεωγραφική τους διασπορά. Περιληπτικά, παρατηρήθηκε πυκνή εμφάνιση στην κεντρική, δυτική και βόρεια Ελλάδα, μικρότερη στην Πελοπόννησο και Κρήτη, ενώ στην υπόλοιπη νησιωτική χώρα πληθυσμοί καταγράφηκαν στην Εύβοια. Κοινό χαρακτηριστικό και των 11 υποειδών είναι η εμφάνισή τους σε μεγάλα υψόμετρα, από 1000 έως 3000 μέτρα πάνω από το επίπεδο της θάλασσας.
Αυτή η προσαρμογή ήταν φυσικό να οδηγήσει σε φυσιολογικές και φαινοτυπικές αντιδράσεις των φυτών, με στόχο την ανθεκτικότητά τους στις πραγματικά αντίξοες συνθήκες των βουνών. Ορισμένα χαρακτηριστικά, ευνοϊκά για τον καλλιεργητή, είναι η ανθεκτικότητα στην ξηρασία λόγω ισχυρού-πυκνού ριζικού συστήματος, η αντοχή σε εδάφη άγονα, πετρώδη και ασβεστολιθικά, ανθεκτικότητα στο κρύο και οι χαμηλές απαιτήσεις σε θρεπτικά στοιχεία.
Aν υπάρχει διαθέσιμο νερό, καθώς και η εφαρμογή λίπανσης θα ενισχύσει την απόδοση της φυτείας. Αυτό άλλωστε σημαίνει σύγχρονη, εντατική καλλιέργεια θέτοντας φυσικά και κάποια όρια που άπτονται της επιχειρηματικής διαχείρισης (π.χ. με συμφέρει να αυξήσω το κόστος παραγωγής με μία πλήρη άρδευση-λίπανση ή τελικά πετυχαίνω παρόμοια οικονομικά αποτελέσματα με χαμηλότερη ένταση καλλιέργειας;).
Ειδικότερα για το τσάι του βουνού δεν πρέπει να ποτίζεται, ενώ για τη λίπανση θα πρέπει να εφαρμόζεται ύστερα από εδαφολογική ανάλυση. Υψηλά επίπεδα αζώτου οδηγούν σε περιορισμό της εκατοστιαίας αναλογίας σε αιθέριο έλαιο, ταυτόχρονη αύξηση της βιομάζας. Σε κάθε περίπτωση, η οργάνωση και συστηματοποίηση στην καλλιέργεια του τσαγιού του βουνού φέρνει και τις αρνητικές παρενέργειες. Σκεφτείτε ότι στο απρόσιτο περιβάλλον του βουνού ελάχιστοι οργανισμοί επιβιώνουν, μεταξύ άλλων έντομα, ασθένειες και ζιζάνια. Μεταφέροντας την καλλιέργεια σε χαμηλότερα υψόμετρα τότε αρχίζει η μάχη με τα ζιζάνια και είναι απαραίτητη η κατεργασία του εδάφους (άρα επιπλέον κόστος). Επίσης, έχει διαπιστωθεί ότι η μεταφορά σε χαμηλά υψόμετρα συντομεύει το βιολογικό κύκλο των φυτών και το στάδιο της άνθησης παρατηρείται τον Ιούνιο, αντί του Ιουλίου. Αυτό πιθανόν να οδηγεί και σε αλλαγές στη σύσταση του αιθέριου ελαίου.
Ένας αμφιλεγόμενος όρος είναι η ποιότητα του προϊόντος, που στην περίπτωση των αγροτικών προϊόντων μπορεί να λάβει πολλούς διαφορετικούς ορισμούς ανάλογα με το πρίσμα προσέγγισης. Εστιάζοντας στην παραγωγή τσαγιού του βουνού, δεν υπάρχουν αντικειμενικοί ποιοτικοί δείκτες (κάτι που φυσικά συμβαίνει και σε άλλα ΑΦΦ) αλλά συνήθως μετράμε την ποιότητα με το άρωμα.
Άρωμα στο τσάι του βουνού σημαίνει μεταξύ άλλων και αυξημένη παραγωγή σεσκιτερπενίων, κάτι που ζητείται στα ροφήματα. Αν το ζητούμενο είναι η αύξηση, για παράδειγμα της αντιοξειδωτικής δράσης, τότε υπεύθυνες σε μεγάλο βαθμό είναι οι φλαβονοειδείς ενώσεις. Ο ασφαλέστερος τρόπος να παράξουμε ένα εξειδικευμένο προϊόν είναι η αξιοποίηση κατάλληλου φυτικού υλικού και από την ισχνή ελληνική βιβλιογραφία εντόπισα την εξαιρετική έρευνα του Α. Γκόλιαρη για τα διειδικά υβρίδια.
Άρθρο του Ανδρέα Παπασταύρου
Πηγή: agronomist.gr